- εξοντώνω
- αφανίζω, καταστρέφω τελείως.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *οντώνω (< ον, όντος) τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξοντώνω — εξοντώνω, εξόντωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξοντώνω — εξόντωσα, εξοντώθηκα, εξοντωμένος, μτβ., κάνω κάποιον να μην υπάρχει, τον εξολοθρεύω, τον εξαφανίζω, τον ξεπαστρεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληλοεξοντώνομαι — εξοντώνω κάποιον και ταυτόχρονα εξοντώνομαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + εξοντώνω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοεξόντωση] … Dictionary of Greek
αμαθύνω — ἀμαθύνω (Α) [ἄμαθος (ΙΙ)] 1. μεταβάλλω κάτι σε άμαθο, δηλ. σε άμμο, σε σκόνη, αφανίζω, καταστρέφω 2. (για πρόσωπα) εξοντώνω, 3. επικαλύπτω, σκεπάζω … Dictionary of Greek
αποτυμπανίζω — ἀποτυμπανίζω (Α) 1. θανατώνω με αποτυμπανισμό 2. εξολοθρεύω, εξοντώνω … Dictionary of Greek
αφανίζω — (AM ἀφανίζω) [αφανής] 1. εξαφανίζω 2. καταστρέφω, εξοντώνω 3. καταστρέφω οικονομικά κάποιον ή κατασπαταλώ περιουσία 4. καταβάλλω, καταπονώ νεοελλ. διακορεύω, καταστρέφω ηθικά αρχ. μσν. αφαιρώ κάτι από κάποιον μσν. παραπλανώ αρχ. 1. κρύβω,… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
διαπράττω — (Α διαπράττω και διαπράσσω) 1. εκτελώ, αποπερατώνω 2. νεοελλ. (για άνοστο ή τετριμμένο λογοπαίγνιο) «τό διέπραξε πάλι» αρχ. 1. διέρχομαι, περνώ 2. αποπερατώνω, ολοκληρώνω 3. (με απαρέμφατο) κατορθώνω ώστε... 4. μέσ. πετυχαίνω κάτι, αποσπώ από… … Dictionary of Greek
διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… … Dictionary of Greek
εξολοθρεύω — (AM ἐξολοθρεύω) 1. προκαλώ όλεθρο, καταστρέφω τελείως 2. εξοντώνω, θανατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ολοθρεύω (< ολεθρεύω με αφομοίωση < όλεθρος < όλλυμι)] … Dictionary of Greek